υγροσκοπικός

υγροσκοπικός
η , ό[ν] гигроскопический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υγροσκοπικός" в других словарях:

  • υγροσκοπικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υγροσκόπιο ή στην υγροσκοπία («υγροσκοπικές παρατηρήσεις») 2. αυτός που έχει την ιδιότητα να απορροφά εύκολα την υγρασία ή το νερό από το περιβάλλον του 3. φρ. α) «υγροσκοπικά σώματα» χημ. χημικές… …   Dictionary of Greek

  • υγροσκοπικός — ή, ό 1. που έχει την ιδιότητα να απορροφά νερό ή υγρασία, υγρόφιλος, υδρόφιλος: Η ζάχαρη είναι υγροσκοπική. 2. που έχει σχέση με την υγροσκοπία και το υγροσκόπιο (βλ. λλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υγροσκοπικότητα — η, Ν [υγροσκοπικός] η ιδιότητα τού υγροσκοπικού …   Dictionary of Greek

  • υγρόφιλος — η, ο 1. που αγαπά το υγρό, που απορροφά την υγρασία, υγροσκοπικός: Υγρόφιλο μπαμπάκι. 2. που ευδοκιμεί σε υγρά μέρη ή στο νερό, υδροχαρής (για φυτά): Υγρόφιλα φυτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»